- καλιάδιον
- κᾰλῑάδιον, τό, Dim. of sq.,A model of a hut,
κ. ἐλεφάντινον JHS41.196
(Delos, ii B. C.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κ. ἐλεφάντινον JHS41.196
(Delos, ii B. C.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
καλιάδιον — καλιάδιον, τὸ (Α) [καλιά] επιγρ. (υποκορ. τού καλιά*) ομοίωμα καλύβας («καλιάδιον ἐλεφάντινον», επιγρ.) … Dictionary of Greek